χαλικοστρώνω

χαλικοστρώνω
[хапикостроно] р. мостить (щебнем),

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χαλικοστρώνω" в других словарях:

  • χαλικοστρώνω — Ν καλύπτω μια επιφάνεια με χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίκι + στρώνω. Το θηλ. τής μτχ. χαλικοστρωμένη μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • χαλικοστρώνω — χαλικόστρωσα, χαλικοστρώθηκα, χαλικοστρωμένος, στρώνω την επιφάνεια του εδάφους με χαλίκια: Ο δρόμος χαλικοστρώθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλικόστρωμα — το, Ν επιφάνεια στρωμένη με χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλικοστρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χαλικόστρωση — η, Ν επίστρωση επιφάνειας με χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλικοστρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. χαλικόστρωσις, μαρτυρείται από το 1894 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • χαλικόστρωτος — η, ο, Ν [χαλικοστρώνω] στρωμένος με χαλίκια …   Dictionary of Greek

  • χαλικόστρωση — η η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαλικοστρώνω, επίστρωση δαπέδου ή εδάφους με χαλίκια: Έγινε η χαλικόστρωση του δρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»